οστεόφιλος

οστεόφιλος
-η, -ο
φρ. «οστεόφιλα στοιχεία» — ονομασία στοιχείων, όπως είναι το ράδιο, το στρόντιο ή το πλουτώνιο, τα οποία μπορούν να εναποτεθούν στα οστά τού σώματος είτε επειδή συμμετέχουν στον σχηματισμό τών οστών είτε επειδή είναι χημικώς συγγενή με το ασβέστιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”